ภาษากรีก แก้ไข

การออกเสียง แก้ไข

คำนาม แก้ไข

εστιατόριο (estiatórioก. (พหูพจน์ εστιατόρια)

  1. ภัตตาคารอาหาร

การผันรูป แก้ไข

การผันรูปของ εστιατόριο
เอกพจน์ พหูพจน์
กรรตุการก εστιατόριο (estiatório) εστιατόρια (estiatória)
สัมพันธการก εστιατορίου (estiatoríou) εστιατορίων (estiatoríon)
กรรมการก εστιατόριο (estiatório) εστιατόρια (estiatória)
สัมโพธนการก εστιατόριο (estiatório) εστιατόρια (estiatória)